έκδικος

έκδικος
-ο (AM ἔκδικος, -ον)
1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός
2. υπερασπιστής
3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων
αρχ.
1. παράνομος, άδικος
2. νόμιμος αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἔκδικος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκδικος — lawless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές …   Dictionary of Greek

  • ἐκδίκως — ἔκδικος lawless adverbial ἔκδικος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκδικον — ἔκδικος lawless masc/fem acc sg ἔκδικος lawless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭКДИК —    • Έκδικος,          государственный адвокат, который должен был блюсти интересы государства и выступал преимущественно в делах фиска как адвокат и обинитель во имя государства; называется также cognitor civitatis. Cic. ad. fam. 13, 56. Plin.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐκδικώτατοι — ἔκδικος lawless masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκδίκοις — Ἔκδικος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδίκοις — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκδίκου — Ἔκδικος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”